παρεμπορεύσαιτο

παρεμπορεύσαιτο
παρεμπορεύομαι
traffic in besides
aor opt mp 3rd sg
παρεμπορεύομαι
traffic in besides
aor opt mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπορεύομαι — Α 1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού 2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”